- μονοπραγματώ
- μονοπραγματῶ, -έω (Α)ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ. πολυ-πραγματώ, το οποίο πλάστηκε πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πολυπράγματος(πρβλ. εμπράγματος) κατά το σχήμα πολυπράγμων: πολυπραγμονῶ].
Dictionary of Greek. 2013.